εὐκατόρθωτος

εὐκατόρθωτος
εὐκατ-όρθωτος, ον,
A easily effected,

πολιορκία D.S.34

/5.2.45;

χειρουργία Heliod.

ap. Orib.44.23.23. Adv. -τως Sch.A.R.1.246.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐκατόρθωτος — easily effected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατόρθωτος — η, ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, ον) αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ορθωτος (< κατ ορθώ)] …   Dictionary of Greek

  • εὐκατόρθωτον — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem acc sg εὐκατόρθωτος easily effected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατορθώτους — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατορθώτων — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατόρθωτα — εὐκατόρθωτος easily effected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατόρθωτοι — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήνυτος — εὐήνυτος, ον (Α) αυτός που φτάνει εύκολα σε πέρας, ο ευκατόρθωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήνυτος < ανύτω*] …   Dictionary of Greek

  • εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”